εμπορευματοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εμπορευματοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος εμπορευματοποιώ
Ρήμα
εμπορευματοποιούμαι
- με μετατρέπουν σε εμπόρευμα ενω είμαι αγαθό, ή πάντως ενώ δεν είμαι αντικείμενο προς εκμετάλλευση
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εμπορευματοποιούμαι | εμπορευματοποιούμουν | θα εμπορευματοποιούμαι | να εμπορευματοποιούμαι | ||
| β' ενικ. | εμπορευματοποιείσαι | εμπορευματοποιούσουν | θα εμπορευματοποιείσαι | να εμπορευματοποιείσαι | ||
| γ' ενικ. | εμπορευματοποιείται | εμπορευματοποιούνταν | θα εμπορευματοποιείται | να εμπορευματοποιείται | ||
| α' πληθ. | εμπορευματοποιούμαστε | εμπορευματοποιούμασταν εμπορευματοποιούμαστε |
θα εμπορευματοποιούμαστε | να εμπορευματοποιούμαστε | ||
| β' πληθ. | εμπορευματοποιείστε | εμπορευματοποιούσασταν εμπορευματοποιούσαστε |
θα εμπορευματοποιείστε | να εμπορευματοποιείστε | εμπορευματοποιείστε | |
| γ' πληθ. | εμπορευματοποιούνται | εμπορευματοποιούνταν | θα εμπορευματοποιούνται | να εμπορευματοποιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εμπορευματοποιήθηκα | θα εμπορευματοποιηθώ | να εμπορευματοποιηθώ | εμπορευματοποιηθεί | ||
| β' ενικ. | εμπορευματοποιήθηκες | θα εμπορευματοποιηθείς | να εμπορευματοποιηθείς | εμπορευματοποιήσου | ||
| γ' ενικ. | εμπορευματοποιήθηκε | θα εμπορευματοποιηθεί | να εμπορευματοποιηθεί | |||
| α' πληθ. | εμπορευματοποιηθήκαμε | θα εμπορευματοποιηθούμε | να εμπορευματοποιηθούμε | |||
| β' πληθ. | εμπορευματοποιηθήκατε | θα εμπορευματοποιηθείτε | να εμπορευματοποιηθείτε | εμπορευματοποιηθείτε | ||
| γ' πληθ. | εμπορευματοποιήθηκαν εμπορευματοποιηθήκαν(ε) |
θα εμπορευματοποιηθούν(ε) | να εμπορευματοποιηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω εμπορευματοποιηθεί | είχα εμπορευματοποιηθεί | θα έχω εμπορευματοποιηθεί | να έχω εμπορευματοποιηθεί | εμπορευματοποιημένος | |
| β' ενικ. | έχεις εμπορευματοποιηθεί | είχες εμπορευματοποιηθεί | θα έχεις εμπορευματοποιηθεί | να έχεις εμπορευματοποιηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει εμπορευματοποιηθεί | είχε εμπορευματοποιηθεί | θα έχει εμπορευματοποιηθεί | να έχει εμπορευματοποιηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε εμπορευματοποιηθεί | είχαμε εμπορευματοποιηθεί | θα έχουμε εμπορευματοποιηθεί | να έχουμε εμπορευματοποιηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε εμπορευματοποιηθεί | είχατε εμπορευματοποιηθεί | θα έχετε εμπορευματοποιηθεί | να έχετε εμπορευματοποιηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν εμπορευματοποιηθεί | είχαν εμπορευματοποιηθεί | θα έχουν εμπορευματοποιηθεί | να έχουν εμπορευματοποιηθεί | ||
Μεταφράσεις
εμπορευματοποιούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.