ιδρυματοποιούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ιδρυματοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος ιδρυματοποιώ

Ρήμα

ιδρυματοποιούμαι

  • μου προκαλούν συμπεριφορές, μου διαμορφώνουν ψυχοσύνθεση που σχετίζεται με την ιδρυματική ζωή

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.