ακινητοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ακινητοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος ακινητοποιώ
Ρήμα
ακινητοποιούμαι (
- με ακινητοποιούν
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ακινητοποιούμαι | ακινητοποιούμουν | θα ακινητοποιούμαι | να ακινητοποιούμαι | ||
| β' ενικ. | ακινητοποιείσαι | ακινητοποιούσουν | θα ακινητοποιείσαι | να ακινητοποιείσαι | ||
| γ' ενικ. | ακινητοποιείται | ακινητοποιούνταν | θα ακινητοποιείται | να ακινητοποιείται | ||
| α' πληθ. | ακινητοποιούμαστε | ακινητοποιούμασταν ακινητοποιούμαστε |
θα ακινητοποιούμαστε | να ακινητοποιούμαστε | ||
| β' πληθ. | ακινητοποιείστε | ακινητοποιούσασταν ακινητοποιούσαστε |
θα ακινητοποιείστε | να ακινητοποιείστε | ακινητοποιείστε | |
| γ' πληθ. | ακινητοποιούνται | ακινητοποιούνταν | θα ακινητοποιούνται | να ακινητοποιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ακινητοποιήθηκα | θα ακινητοποιηθώ | να ακινητοποιηθώ | ακινητοποιηθεί | ||
| β' ενικ. | ακινητοποιήθηκες | θα ακινητοποιηθείς | να ακινητοποιηθείς | ακινητοποιήσου | ||
| γ' ενικ. | ακινητοποιήθηκε | θα ακινητοποιηθεί | να ακινητοποιηθεί | |||
| α' πληθ. | ακινητοποιηθήκαμε | θα ακινητοποιηθούμε | να ακινητοποιηθούμε | |||
| β' πληθ. | ακινητοποιηθήκατε | θα ακινητοποιηθείτε | να ακινητοποιηθείτε | ακινητοποιηθείτε | ||
| γ' πληθ. | ακινητοποιήθηκαν ακινητοποιηθήκαν(ε) |
θα ακινητοποιηθούν(ε) | να ακινητοποιηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ακινητοποιηθεί | είχα ακινητοποιηθεί | θα έχω ακινητοποιηθεί | να έχω ακινητοποιηθεί | ακινητοποιημένος | |
| β' ενικ. | έχεις ακινητοποιηθεί | είχες ακινητοποιηθεί | θα έχεις ακινητοποιηθεί | να έχεις ακινητοποιηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ακινητοποιηθεί | είχε ακινητοποιηθεί | θα έχει ακινητοποιηθεί | να έχει ακινητοποιηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ακινητοποιηθεί | είχαμε ακινητοποιηθεί | θα έχουμε ακινητοποιηθεί | να έχουμε ακινητοποιηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ακινητοποιηθεί | είχατε ακινητοποιηθεί | θα έχετε ακινητοποιηθεί | να έχετε ακινητοποιηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ακινητοποιηθεί | είχαν ακινητοποιηθεί | θα έχουν ακινητοποιηθεί | να έχουν ακινητοποιηθεί | ||
Μεταφράσεις
ακινητοποιούμαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.