χρησιμοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χρησιμοποιούμαι: παθητική φωνή του ρήματος χρησιμοποιώ
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | χρησιμοποιούμαι | χρησιμοποιούμουν | θα χρησιμοποιούμαι | να χρησιμοποιούμαι | ||
| β' ενικ. | χρησιμοποιείσαι | χρησιμοποιούσουν | θα χρησιμοποιείσαι | να χρησιμοποιείσαι | ||
| γ' ενικ. | χρησιμοποιείται | χρησιμοποιούνταν | θα χρησιμοποιείται | να χρησιμοποιείται | ||
| α' πληθ. | χρησιμοποιούμαστε | χρησιμοποιούμασταν χρησιμοποιούμαστε |
θα χρησιμοποιούμαστε | να χρησιμοποιούμαστε | ||
| β' πληθ. | χρησιμοποιείστε | χρησιμοποιούσασταν χρησιμοποιούσαστε |
θα χρησιμοποιείστε | να χρησιμοποιείστε | χρησιμοποιείστε | |
| γ' πληθ. | χρησιμοποιούνται | χρησιμοποιούνταν | θα χρησιμοποιούνται | να χρησιμοποιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | χρησιμοποιήθηκα | θα χρησιμοποιηθώ | να χρησιμοποιηθώ | χρησιμοποιηθεί | ||
| β' ενικ. | χρησιμοποιήθηκες | θα χρησιμοποιηθείς | να χρησιμοποιηθείς | χρησιμοποιήσου | ||
| γ' ενικ. | χρησιμοποιήθηκε | θα χρησιμοποιηθεί | να χρησιμοποιηθεί | |||
| α' πληθ. | χρησιμοποιηθήκαμε | θα χρησιμοποιηθούμε | να χρησιμοποιηθούμε | |||
| β' πληθ. | χρησιμοποιηθήκατε | θα χρησιμοποιηθείτε | να χρησιμοποιηθείτε | χρησιμοποιηθείτε | ||
| γ' πληθ. | χρησιμοποιήθηκαν χρησιμοποιηθήκαν(ε) |
θα χρησιμοποιηθούν(ε) | να χρησιμοποιηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω χρησιμοποιηθεί | είχα χρησιμοποιηθεί | θα έχω χρησιμοποιηθεί | να έχω χρησιμοποιηθεί | χρησιμοποιημένος | |
| β' ενικ. | έχεις χρησιμοποιηθεί | είχες χρησιμοποιηθεί | θα έχεις χρησιμοποιηθεί | να έχεις χρησιμοποιηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει χρησιμοποιηθεί | είχε χρησιμοποιηθεί | θα έχει χρησιμοποιηθεί | να έχει χρησιμοποιηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε χρησιμοποιηθεί | είχαμε χρησιμοποιηθεί | θα έχουμε χρησιμοποιηθεί | να έχουμε χρησιμοποιηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε χρησιμοποιηθεί | είχατε χρησιμοποιηθεί | θα έχετε χρησιμοποιηθεί | να έχετε χρησιμοποιηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν χρησιμοποιηθεί | είχαν χρησιμοποιηθεί | θα έχουν χρησιμοποιηθεί | να έχουν χρησιμοποιηθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.