ισχυροποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ισχυροποιούμαι < παθητική φωνή του ισχυροποιώ
Ρήμα
ισχυροποιούμαι, στ.μέλλ.: θα ισχυροποιηθώ, αόρ.: ισχυροποιήθηκα, μτχ.π.π.: ισχυροποιημένος
- γίνομαι πιο ισχυρός
Μεταφράσεις
ισχυροποιούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.