κατηγοριοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κατηγοριοποιούμαι | κατηγοριοποιούμουν | θα κατηγοριοποιούμαι | να κατηγοριοποιούμαι | ||
| β' ενικ. | κατηγοριοποιείσαι | κατηγοριοποιούσουν | θα κατηγοριοποιείσαι | να κατηγοριοποιείσαι | ||
| γ' ενικ. | κατηγοριοποιείται | κατηγοριοποιούνταν | θα κατηγοριοποιείται | να κατηγοριοποιείται | ||
| α' πληθ. | κατηγοριοποιούμαστε | κατηγοριοποιούμασταν κατηγοριοποιούμαστε |
θα κατηγοριοποιούμαστε | να κατηγοριοποιούμαστε | ||
| β' πληθ. | κατηγοριοποιείστε | κατηγοριοποιούσασταν κατηγοριοποιούσαστε |
θα κατηγοριοποιείστε | να κατηγοριοποιείστε | κατηγοριοποιείστε | |
| γ' πληθ. | κατηγοριοποιούνται | κατηγοριοποιούνταν | θα κατηγοριοποιούνται | να κατηγοριοποιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κατηγοριοποιήθηκα | θα κατηγοριοποιηθώ | να κατηγοριοποιηθώ | κατηγοριοποιηθεί | ||
| β' ενικ. | κατηγοριοποιήθηκες | θα κατηγοριοποιηθείς | να κατηγοριοποιηθείς | κατηγοριοποιήσου | ||
| γ' ενικ. | κατηγοριοποιήθηκε | θα κατηγοριοποιηθεί | να κατηγοριοποιηθεί | |||
| α' πληθ. | κατηγοριοποιηθήκαμε | θα κατηγοριοποιηθούμε | να κατηγοριοποιηθούμε | |||
| β' πληθ. | κατηγοριοποιηθήκατε | θα κατηγοριοποιηθείτε | να κατηγοριοποιηθείτε | κατηγοριοποιηθείτε | ||
| γ' πληθ. | κατηγοριοποιήθηκαν κατηγοριοποιηθήκαν(ε) |
θα κατηγοριοποιηθούν(ε) | να κατηγοριοποιηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω κατηγοριοποιηθεί | είχα κατηγοριοποιηθεί | θα έχω κατηγοριοποιηθεί | να έχω κατηγοριοποιηθεί | κατηγοριοποιημένος | |
| β' ενικ. | έχεις κατηγοριοποιηθεί | είχες κατηγοριοποιηθεί | θα έχεις κατηγοριοποιηθεί | να έχεις κατηγοριοποιηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει κατηγοριοποιηθεί | είχε κατηγοριοποιηθεί | θα έχει κατηγοριοποιηθεί | να έχει κατηγοριοποιηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε κατηγοριοποιηθεί | είχαμε κατηγοριοποιηθεί | θα έχουμε κατηγοριοποιηθεί | να έχουμε κατηγοριοποιηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε κατηγοριοποιηθεί | είχατε κατηγοριοποιηθεί | θα έχετε κατηγοριοποιηθεί | να έχετε κατηγοριοποιηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν κατηγοριοποιηθεί | είχαν κατηγοριοποιηθεί | θα έχουν κατηγοριοποιηθεί | να έχουν κατηγοριοποιηθεί | ||
Μεταφράσεις
κατηγοριοποιούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.