απλοποιούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απλοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος απλοποιώ

Ρήμα

απλοποιούμαι

  1. γίνομαι πιο απλός, λιγότερο περίπλοκος
  2. (για μαθηματικές πράξεις) μετατρέπομαι σε κλάσμα με ίδιες αναλογίες αλλά με πιο μικρούς όρους

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.