ελαχιστοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ελαχιστοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος ελαχιστοποιώ
Αντώνυμα
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ελαχιστοποιούμαι | ελαχιστοποιούμουν | θα ελαχιστοποιούμαι | να ελαχιστοποιούμαι | ||
| β' ενικ. | ελαχιστοποιείσαι | ελαχιστοποιούσουν | θα ελαχιστοποιείσαι | να ελαχιστοποιείσαι | ||
| γ' ενικ. | ελαχιστοποιείται | ελαχιστοποιούνταν | θα ελαχιστοποιείται | να ελαχιστοποιείται | ||
| α' πληθ. | ελαχιστοποιούμαστε | ελαχιστοποιούμασταν ελαχιστοποιούμαστε |
θα ελαχιστοποιούμαστε | να ελαχιστοποιούμαστε | ||
| β' πληθ. | ελαχιστοποιείστε | ελαχιστοποιούσασταν ελαχιστοποιούσαστε |
θα ελαχιστοποιείστε | να ελαχιστοποιείστε | ελαχιστοποιείστε | |
| γ' πληθ. | ελαχιστοποιούνται | ελαχιστοποιούνταν | θα ελαχιστοποιούνται | να ελαχιστοποιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ελαχιστοποιήθηκα | θα ελαχιστοποιηθώ | να ελαχιστοποιηθώ | ελαχιστοποιηθεί | ||
| β' ενικ. | ελαχιστοποιήθηκες | θα ελαχιστοποιηθείς | να ελαχιστοποιηθείς | ελαχιστοποιήσου | ||
| γ' ενικ. | ελαχιστοποιήθηκε | θα ελαχιστοποιηθεί | να ελαχιστοποιηθεί | |||
| α' πληθ. | ελαχιστοποιηθήκαμε | θα ελαχιστοποιηθούμε | να ελαχιστοποιηθούμε | |||
| β' πληθ. | ελαχιστοποιηθήκατε | θα ελαχιστοποιηθείτε | να ελαχιστοποιηθείτε | ελαχιστοποιηθείτε | ||
| γ' πληθ. | ελαχιστοποιήθηκαν ελαχιστοποιηθήκαν(ε) |
θα ελαχιστοποιηθούν(ε) | να ελαχιστοποιηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ελαχιστοποιηθεί | είχα ελαχιστοποιηθεί | θα έχω ελαχιστοποιηθεί | να έχω ελαχιστοποιηθεί | ελαχιστοποιημένος | |
| β' ενικ. | έχεις ελαχιστοποιηθεί | είχες ελαχιστοποιηθεί | θα έχεις ελαχιστοποιηθεί | να έχεις ελαχιστοποιηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ελαχιστοποιηθεί | είχε ελαχιστοποιηθεί | θα έχει ελαχιστοποιηθεί | να έχει ελαχιστοποιηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ελαχιστοποιηθεί | είχαμε ελαχιστοποιηθεί | θα έχουμε ελαχιστοποιηθεί | να έχουμε ελαχιστοποιηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ελαχιστοποιηθεί | είχατε ελαχιστοποιηθεί | θα έχετε ελαχιστοποιηθεί | να έχετε ελαχιστοποιηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ελαχιστοποιηθεί | είχαν ελαχιστοποιηθεί | θα έχουν ελαχιστοποιηθεί | να έχουν ελαχιστοποιηθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.