στεγανοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στεγανοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος στεγανοποιώ
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | στεγανοποιούμαι | στεγανοποιούμουν | θα στεγανοποιούμαι | να στεγανοποιούμαι | ||
| β' ενικ. | στεγανοποιείσαι | στεγανοποιούσουν | θα στεγανοποιείσαι | να στεγανοποιείσαι | ||
| γ' ενικ. | στεγανοποιείται | στεγανοποιούνταν | θα στεγανοποιείται | να στεγανοποιείται | ||
| α' πληθ. | στεγανοποιούμαστε | στεγανοποιούμασταν στεγανοποιούμαστε |
θα στεγανοποιούμαστε | να στεγανοποιούμαστε | ||
| β' πληθ. | στεγανοποιείστε | στεγανοποιούσασταν στεγανοποιούσαστε |
θα στεγανοποιείστε | να στεγανοποιείστε | στεγανοποιείστε | |
| γ' πληθ. | στεγανοποιούνται | στεγανοποιούνταν | θα στεγανοποιούνται | να στεγανοποιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | στεγανοποιήθηκα | θα στεγανοποιηθώ | να στεγανοποιηθώ | στεγανοποιηθεί | ||
| β' ενικ. | στεγανοποιήθηκες | θα στεγανοποιηθείς | να στεγανοποιηθείς | στεγανοποιήσου | ||
| γ' ενικ. | στεγανοποιήθηκε | θα στεγανοποιηθεί | να στεγανοποιηθεί | |||
| α' πληθ. | στεγανοποιηθήκαμε | θα στεγανοποιηθούμε | να στεγανοποιηθούμε | |||
| β' πληθ. | στεγανοποιηθήκατε | θα στεγανοποιηθείτε | να στεγανοποιηθείτε | στεγανοποιηθείτε | ||
| γ' πληθ. | στεγανοποιήθηκαν στεγανοποιηθήκαν(ε) |
θα στεγανοποιηθούν(ε) | να στεγανοποιηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω στεγανοποιηθεί | είχα στεγανοποιηθεί | θα έχω στεγανοποιηθεί | να έχω στεγανοποιηθεί | στεγανοποιημένος | |
| β' ενικ. | έχεις στεγανοποιηθεί | είχες στεγανοποιηθεί | θα έχεις στεγανοποιηθεί | να έχεις στεγανοποιηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει στεγανοποιηθεί | είχε στεγανοποιηθεί | θα έχει στεγανοποιηθεί | να έχει στεγανοποιηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε στεγανοποιηθεί | είχαμε στεγανοποιηθεί | θα έχουμε στεγανοποιηθεί | να έχουμε στεγανοποιηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε στεγανοποιηθεί | είχατε στεγανοποιηθεί | θα έχετε στεγανοποιηθεί | να έχετε στεγανοποιηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν στεγανοποιηθεί | είχαν στεγανοποιηθεί | θα έχουν στεγανοποιηθεί | να έχουν στεγανοποιηθεί | ||
Μεταφράσεις
στεγανοποιούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.