δημοσιοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δημοσιοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος δημοσιοποιώ
Ρήμα
δημοσιοποιούμαι (συνηθως στο τρίτο πρόσωπο για αφηρημένες έννοιες)
- με καθιστούν δημόσιο, με γνωστοποιούν, με κοινοποιούν, με ανακοινώνουν, εκθέτουν (συχνά για κάτι που κάτω από άλλες συνθήκες θα έμενε κρυφό)
- δημοσιοποιείται μια απόρρητη έκθεση, ένα μυστικό, μια ιδιωτική φωτογραφία
- με δημοσιεύουν, για κάτι που όφειλε να είναι κοινό κτήμα και γνωστό σε όλους
- τα πρακτικά δημοσιοποιήθηκαν κατόπιν πιέσεων των δημοσιογράφων
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | δημοσιοποιούμαι | δημοσιοποιούμουν | θα δημοσιοποιούμαι | να δημοσιοποιούμαι | ||
| β' ενικ. | δημοσιοποιείσαι | δημοσιοποιούσουν | θα δημοσιοποιείσαι | να δημοσιοποιείσαι | ||
| γ' ενικ. | δημοσιοποιείται | δημοσιοποιούνταν | θα δημοσιοποιείται | να δημοσιοποιείται | ||
| α' πληθ. | δημοσιοποιούμαστε | δημοσιοποιούμασταν δημοσιοποιούμαστε |
θα δημοσιοποιούμαστε | να δημοσιοποιούμαστε | ||
| β' πληθ. | δημοσιοποιείστε | δημοσιοποιούσασταν δημοσιοποιούσαστε |
θα δημοσιοποιείστε | να δημοσιοποιείστε | δημοσιοποιείστε | |
| γ' πληθ. | δημοσιοποιούνται | δημοσιοποιούνταν | θα δημοσιοποιούνται | να δημοσιοποιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | δημοσιοποιήθηκα | θα δημοσιοποιηθώ | να δημοσιοποιηθώ | δημοσιοποιηθεί | ||
| β' ενικ. | δημοσιοποιήθηκες | θα δημοσιοποιηθείς | να δημοσιοποιηθείς | δημοσιοποιήσου | ||
| γ' ενικ. | δημοσιοποιήθηκε | θα δημοσιοποιηθεί | να δημοσιοποιηθεί | |||
| α' πληθ. | δημοσιοποιηθήκαμε | θα δημοσιοποιηθούμε | να δημοσιοποιηθούμε | |||
| β' πληθ. | δημοσιοποιηθήκατε | θα δημοσιοποιηθείτε | να δημοσιοποιηθείτε | δημοσιοποιηθείτε | ||
| γ' πληθ. | δημοσιοποιήθηκαν δημοσιοποιηθήκαν(ε) |
θα δημοσιοποιηθούν(ε) | να δημοσιοποιηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω δημοσιοποιηθεί | είχα δημοσιοποιηθεί | θα έχω δημοσιοποιηθεί | να έχω δημοσιοποιηθεί | δημοσιοποιημένος | |
| β' ενικ. | έχεις δημοσιοποιηθεί | είχες δημοσιοποιηθεί | θα έχεις δημοσιοποιηθεί | να έχεις δημοσιοποιηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει δημοσιοποιηθεί | είχε δημοσιοποιηθεί | θα έχει δημοσιοποιηθεί | να έχει δημοσιοποιηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε δημοσιοποιηθεί | είχαμε δημοσιοποιηθεί | θα έχουμε δημοσιοποιηθεί | να έχουμε δημοσιοποιηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε δημοσιοποιηθεί | είχατε δημοσιοποιηθεί | θα έχετε δημοσιοποιηθεί | να έχετε δημοσιοποιηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν δημοσιοποιηθεί | είχαν δημοσιοποιηθεί | θα έχουν δημοσιοποιηθεί | να έχουν δημοσιοποιηθεί | ||
Μεταφράσεις
δημοσιοποιούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.