δημοσιοποιούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δημοσιοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος δημοσιοποιώ

Ρήμα

δημοσιοποιούμαι (συνηθως στο τρίτο πρόσωπο για αφηρημένες έννοιες)

  1. με καθιστούν δημόσιο, με γνωστοποιούν, με κοινοποιούν, με ανακοινώνουν, εκθέτουν (συχνά για κάτι που κάτω από άλλες συνθήκες θα έμενε κρυφό)
    δημοσιοποιείται μια απόρρητη έκθεση, ένα μυστικό, μια ιδιωτική φωτογραφία
  2. με δημοσιεύουν, για κάτι που όφειλε να είναι κοινό κτήμα και γνωστό σε όλους
    τα πρακτικά δημοσιοποιήθηκαν κατόπιν πιέσεων των δημοσιογράφων

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.