σταθεροποιούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σταθεροποιούμαι < παθητική φωνή του σταθεροποιώ

Ρήμα

σταθεροποιούμαι

  1. με σταθεροποιούν
  2. έρχομαι σε μια σταθερή κατάσταση, ιδίως μετά από περίοδο έντονων αρνητικών μεταβολών
  3. (για ασθενή) δε βρίσκομαι πια σε κρίσιμη κατάσταση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχω γιατρευτεί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.