αδρανοποιούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αδρανοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος αδρανοποιώ

Ρήμα

αδρανοποιούμαι

  • με καθιστούν αδρανή ή γίνομαι εγώ αδρανής επειδή αισθάνομαι ότι δεν μπορώ να είμαι δραστήριος ή και για άλλους λόγους, με εξουδετερώνουν, εξουδετερώνομαι
    αδρανοποιήθηκε μια υπηρεσία που πρόκειται να καταργηθεί
    όταν δεν τα πηγαίνω καλά με τη γυναίκα μου αδρανοποιούμαι και στη δουλειά, επηρεάζεται όλη η ζωή μου
    δεν άδρανοποιήθηκαν ακόμη τα χημικά της Συρίας

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.