κοινοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κοινοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος κοινοποιώ
Ρήμα
κοινοποιούμαι (συνηθως στο τρίτο πρόσωπο για αφηρημένες έννοιες)
- ενημερώνονται για εμένα διάφοροι τομείς και όχι μόνονένας
- το έγγραφο κοινοποιήθηκε σε τρεις υπηρεσίες
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κοινοποιούμαι | κοινοποιούμουν | θα κοινοποιούμαι | να κοινοποιούμαι | ||
| β' ενικ. | κοινοποιείσαι | κοινοποιούσουν | θα κοινοποιείσαι | να κοινοποιείσαι | ||
| γ' ενικ. | κοινοποιείται | κοινοποιούνταν | θα κοινοποιείται | να κοινοποιείται | ||
| α' πληθ. | κοινοποιούμαστε | κοινοποιούμασταν κοινοποιούμαστε |
θα κοινοποιούμαστε | να κοινοποιούμαστε | ||
| β' πληθ. | κοινοποιείστε | κοινοποιούσασταν κοινοποιούσαστε |
θα κοινοποιείστε | να κοινοποιείστε | κοινοποιείστε | |
| γ' πληθ. | κοινοποιούνται | κοινοποιούνταν | θα κοινοποιούνται | να κοινοποιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κοινοποιήθηκα | θα κοινοποιηθώ | να κοινοποιηθώ | κοινοποιηθεί | ||
| β' ενικ. | κοινοποιήθηκες | θα κοινοποιηθείς | να κοινοποιηθείς | κοινοποιήσου | ||
| γ' ενικ. | κοινοποιήθηκε | θα κοινοποιηθεί | να κοινοποιηθεί | |||
| α' πληθ. | κοινοποιηθήκαμε | θα κοινοποιηθούμε | να κοινοποιηθούμε | |||
| β' πληθ. | κοινοποιηθήκατε | θα κοινοποιηθείτε | να κοινοποιηθείτε | κοινοποιηθείτε | ||
| γ' πληθ. | κοινοποιήθηκαν κοινοποιηθήκαν(ε) |
θα κοινοποιηθούν(ε) | να κοινοποιηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω κοινοποιηθεί | είχα κοινοποιηθεί | θα έχω κοινοποιηθεί | να έχω κοινοποιηθεί | κοινοποιημένος | |
| β' ενικ. | έχεις κοινοποιηθεί | είχες κοινοποιηθεί | θα έχεις κοινοποιηθεί | να έχεις κοινοποιηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει κοινοποιηθεί | είχε κοινοποιηθεί | θα έχει κοινοποιηθεί | να έχει κοινοποιηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε κοινοποιηθεί | είχαμε κοινοποιηθεί | θα έχουμε κοινοποιηθεί | να έχουμε κοινοποιηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε κοινοποιηθεί | είχατε κοινοποιηθεί | θα έχετε κοινοποιηθεί | να έχετε κοινοποιηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν κοινοποιηθεί | είχαν κοινοποιηθεί | θα έχουν κοινοποιηθεί | να έχουν κοινοποιηθεί | ||
Μεταφράσεις
κοινοποιούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.