διεθνοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διεθνοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος διεθνοποιώ
Ρήμα
διεθνοποιούμαι (συνηθως στο τρίτο πρόσωπο για αφηρημένες έννοιες)
- παίρνω διεθνείς διαστάσεις, ξεφεύγω από τα σύνορα μιας χώρας
- το πρόβλημα του ιού έμπολα διεθνοποιήθηκε επειδή πλέον Αμερικανοι και Ευρωπαίοι αντιλαμβάνονται ότι μπορεί να περάσει τα σύνορά τους
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διεθνοποιούμαι | διεθνοποιούμουν | θα διεθνοποιούμαι | να διεθνοποιούμαι | ||
| β' ενικ. | διεθνοποιείσαι | διεθνοποιούσουν | θα διεθνοποιείσαι | να διεθνοποιείσαι | ||
| γ' ενικ. | διεθνοποιείται | διεθνοποιούνταν | θα διεθνοποιείται | να διεθνοποιείται | ||
| α' πληθ. | διεθνοποιούμαστε | διεθνοποιούμασταν διεθνοποιούμαστε |
θα διεθνοποιούμαστε | να διεθνοποιούμαστε | ||
| β' πληθ. | διεθνοποιείστε | διεθνοποιούσασταν διεθνοποιούσαστε |
θα διεθνοποιείστε | να διεθνοποιείστε | διεθνοποιείστε | |
| γ' πληθ. | διεθνοποιούνται | διεθνοποιούνταν | θα διεθνοποιούνται | να διεθνοποιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διεθνοποιήθηκα | θα διεθνοποιηθώ | να διεθνοποιηθώ | διεθνοποιηθεί | ||
| β' ενικ. | διεθνοποιήθηκες | θα διεθνοποιηθείς | να διεθνοποιηθείς | διεθνοποιήσου | ||
| γ' ενικ. | διεθνοποιήθηκε | θα διεθνοποιηθεί | να διεθνοποιηθεί | |||
| α' πληθ. | διεθνοποιηθήκαμε | θα διεθνοποιηθούμε | να διεθνοποιηθούμε | |||
| β' πληθ. | διεθνοποιηθήκατε | θα διεθνοποιηθείτε | να διεθνοποιηθείτε | διεθνοποιηθείτε | ||
| γ' πληθ. | διεθνοποιήθηκαν διεθνοποιηθήκαν(ε) |
θα διεθνοποιηθούν(ε) | να διεθνοποιηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω διεθνοποιηθεί | είχα διεθνοποιηθεί | θα έχω διεθνοποιηθεί | να έχω διεθνοποιηθεί | διεθνοποιημένος | |
| β' ενικ. | έχεις διεθνοποιηθεί | είχες διεθνοποιηθεί | θα έχεις διεθνοποιηθεί | να έχεις διεθνοποιηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει διεθνοποιηθεί | είχε διεθνοποιηθεί | θα έχει διεθνοποιηθεί | να έχει διεθνοποιηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε διεθνοποιηθεί | είχαμε διεθνοποιηθεί | θα έχουμε διεθνοποιηθεί | να έχουμε διεθνοποιηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε διεθνοποιηθεί | είχατε διεθνοποιηθεί | θα έχετε διεθνοποιηθεί | να έχετε διεθνοποιηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν διεθνοποιηθεί | είχαν διεθνοποιηθεί | θα έχουν διεθνοποιηθεί | να έχουν διεθνοποιηθεί | ||
Μεταφράσεις
διεθνοποιούμαι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.