εκποιούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος εκποιώ

Ρήμα

εκποιούμαι

  • με ξεπουλάνε, με πουλάνε όσο-όσο σε εκποίηση (για εμπορεύματα) αλλά "ποιητική αδεία" και για έμψυχα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.