οικειοποιούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

οικειοποιούμαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή οἰκειοποιοῦμαι, συνηρημένος τύπος του οἰκειοποιέομαι < οἰκεῖον + ποιέομαι, ποιοῦμαι

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ci.o.piˈu.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οικειοποιούμαι

Ρήμα

οικειοποιούμαι, πρτ.: οικειοποιόμουν/οικειοποιούμην, αόρ.: οικειοποιήθηκα, μτχ.π.π.: οικειοποιημένος (αποθετικό ρήμα)

μην προσπαθήσεις να οικειοποιηθείς την περιουσία μου

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.