πολιτικοποιούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πολιτικοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος πολιτικοποιώ

Ρήμα

πολιτικοποιούμαι

  1. (πολιτική) αρχίζω να σχολούμαι με την πολιτική, αποκτώ πολιτική συνείδηση
  2. για ζήτημα που αποκτά και πολιτικές διαστάσεις
    αντί να συζητήσουμε το έργο ως θεατές, το θέμα πολιτικοποιήθηκε και ζητήθηκαν πολιτικά μέτρα για να κατεβεί μια θεατρική παράσταση[1]

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.