πολιτικοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πολιτικοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος πολιτικοποιώ
Ρήμα
πολιτικοποιούμαι
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πολιτικοποιούμαι | πολιτικοποιούμουν | θα πολιτικοποιούμαι | να πολιτικοποιούμαι | ||
| β' ενικ. | πολιτικοποιείσαι | πολιτικοποιούσουν | θα πολιτικοποιείσαι | να πολιτικοποιείσαι | ||
| γ' ενικ. | πολιτικοποιείται | πολιτικοποιούνταν | θα πολιτικοποιείται | να πολιτικοποιείται | ||
| α' πληθ. | πολιτικοποιούμαστε | πολιτικοποιούμασταν πολιτικοποιούμαστε |
θα πολιτικοποιούμαστε | να πολιτικοποιούμαστε | ||
| β' πληθ. | πολιτικοποιείστε | πολιτικοποιούσασταν πολιτικοποιούσαστε |
θα πολιτικοποιείστε | να πολιτικοποιείστε | πολιτικοποιείστε | |
| γ' πληθ. | πολιτικοποιούνται | πολιτικοποιούνταν | θα πολιτικοποιούνται | να πολιτικοποιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πολιτικοποιήθηκα | θα πολιτικοποιηθώ | να πολιτικοποιηθώ | πολιτικοποιηθεί | ||
| β' ενικ. | πολιτικοποιήθηκες | θα πολιτικοποιηθείς | να πολιτικοποιηθείς | πολιτικοποιήσου | ||
| γ' ενικ. | πολιτικοποιήθηκε | θα πολιτικοποιηθεί | να πολιτικοποιηθεί | |||
| α' πληθ. | πολιτικοποιηθήκαμε | θα πολιτικοποιηθούμε | να πολιτικοποιηθούμε | |||
| β' πληθ. | πολιτικοποιηθήκατε | θα πολιτικοποιηθείτε | να πολιτικοποιηθείτε | πολιτικοποιηθείτε | ||
| γ' πληθ. | πολιτικοποιήθηκαν πολιτικοποιηθήκαν(ε) |
θα πολιτικοποιηθούν(ε) | να πολιτικοποιηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω πολιτικοποιηθεί | είχα πολιτικοποιηθεί | θα έχω πολιτικοποιηθεί | να έχω πολιτικοποιηθεί | πολιτικοποιημένος | |
| β' ενικ. | έχεις πολιτικοποιηθεί | είχες πολιτικοποιηθεί | θα έχεις πολιτικοποιηθεί | να έχεις πολιτικοποιηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει πολιτικοποιηθεί | είχε πολιτικοποιηθεί | θα έχει πολιτικοποιηθεί | να έχει πολιτικοποιηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε πολιτικοποιηθεί | είχαμε πολιτικοποιηθεί | θα έχουμε πολιτικοποιηθεί | να έχουμε πολιτικοποιηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε πολιτικοποιηθεί | είχατε πολιτικοποιηθεί | θα έχετε πολιτικοποιηθεί | να έχετε πολιτικοποιηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν πολιτικοποιηθεί | είχαν πολιτικοποιηθεί | θα έχουν πολιτικοποιηθεί | να έχουν πολιτικοποιηθεί | ||
Αναφορές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.