λόγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
αρσενικό αρσενικό ουδέτερο
ονομαστική ο λόγος οι λόγοι τα λόγια
      γενική του λόγου των λόγων
    αιτιατική τον λόγο τους λόγους τα λόγια
     κλητική λόγε λόγοι λόγια
Η γνωστή μας γενική πληθυντικού λογιών ανήκει στο ελλειπτικό λογής
Και δοτική ενικού αρσενικού: λόγω (λόγῳ)
Κατηγορία όπως «βράχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λόγος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λόγος < λέγω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *leǵ-

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈlo.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λόγος

Ουσιαστικό

λόγος αρσενικό

  1. η ικανότητα του ανθρώπου να επικοινωνεί με τη γλώσσα και η ίδια η γλώσσα ως οργανωμένο σύστημα σημείων
    το χάρισμα του λόγου, γραπτός λόγος
  2. αυτό που λέγεται, τα λόγια, η κουβέντα, η λεκτική μετάδοση (της) πληροφορίας και κάποιες φορές και το νόημά της/η σημασία της
    πικρό λόγο δεν άκουσα από τα χείλη της
  3. η δημόσια ομιλία
    έβγαλε λόγο
  4. η υπόσχεση
    ο λόγος μου είναι συμβόλαιο
  5. η απολογία ή ο απολογισμός που δίνει κάποιος για τις ενέργειές του
    θα δώσεις λόγο για τις πράξεις του
  6. η λογική ικανότητα του ανθρώπου
    ο ορθός λόγος
  7. η αιτία
    είχε τους λόγους του για να το κάνει αυτό
  8. (αριθμητική) η σχέση δύο μεγεθών εκφρασμένη σε κλάσμα, η αναλογία
    ο λόγος των δύο πλευρών ενός τριγώνου
  9. (χριστιανική θεολογία, με κεφαλαίο)
    1. ο Χριστός
    2. (γενικότερα) ο Λόγος του Θεού, η διδασκαλία του θεού
  10. β' πληθυντικός σε ουδέτερο γένος: Τα λόγια  δείτε τη λέξη 

Εκφράσεις

  • δίνω το λόγο μου: υπόσχομαι, εγγυώμαι προσωπικά
  • τηρώ/κρατάω/δεν αθετώ το λόγο μου: εκπληρώνω/δεν εκπληρώνω την υπόσχεσή μου, είμαι φερέγγυος
  • δεν τηρώ (ποτέ)/δεν κρατάω (ποτέ)/πάντα αθετώ το λόγο μου: δεν εκπληρώνω (ποτέ) την υπόσχεσή μου, είμαι αφερέγγυος
  • δεν έχει λόγο: είναι αναξιόπιστος
  • έδωσαν λόγο: έδωσαν αμοιβαία υπόσχεση γάμου
  • (δεν) συντρέχει λόγος: (δεν) υπάρχει αιτία να γίνει κάτι
  • ο Λόγος του Θεού: η Βίβλος / η χριστιανική διδασκαλία
  • ο «ορθός λόγος»: η λογική
  • του λόγου μου/σου/του/της/τους: ισοδυναμεί με προσωπική αντωνυμία (εγώ, εσύ, αυτός κ.λπ.)
  • φυσικώ τω λόγω (φυσικῷ τῷ λόγῳ): όπως είναι φυσικό
  • λόγου χάρη: παραδείγματος χάριν, για παράδειγμα
  • ο εν λόγω: ο προκείμενος, ο αναφερόμενος, ο σχετικός
  • λόγω τιμής και επί λόγω τιμής: (αναφερόμενο στο ενδεχόμενο κάτι να πραγματοποιηθεί ή στο αν είναι όντως αληθές) δίνω την προσωπική μου εγγύηση ότι θα πραγματοποιηθεί/είναι αληθές, (και ως σχήμα υπερβολής) είναι αναμφίβολα αληθές
  • λόγω εξύβριση: η εξύβριση κάποιου μόνο με λόγια

Συγγενικά

Σύνθετα

  • -λογία Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -λογία στο Βικιλεξικό
  • -λογο Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -λογο στο Βικιλεξικό
  • -λογος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -λογος στο Βικιλεξικό
  • -λόγος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -λόγος στο Βικιλεξικό
  • λογο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα λογο- στο Βικιλεξικό

όπως

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λόγος οἱ λόγοι
      γενική τοῦ λόγου τῶν λόγων
      δοτική τῷ λόγ τοῖς λόγοις
    αιτιατική τὸν λόγον τοὺς λόγους
     κλητική ! λόγε λόγοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λόγω
γεν-δοτ τοῖν  λόγοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λόγος < λέγω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

λόγος

  1. λέξη, λόγος, ομιλία
  2. πρόταση
  3. ισχυρισμός, πρόφαση
  4. αποκάλυψη
  5. απόφθεγμα, χρησμός
  6. υπόσχεση
  7. εντολή
  8. συζήτηση
  9. δικαίωμα του ομιλείν
  10. είδηση, φήμη, διάδοση, ιστορία
  11. ευγλωττία
  12. πεζογραφία
  13. αγόρευση
  14. ικανότητα νόησης, σκέψη, ιδέα
  15. λογική
  16. υπολογισμός, εκτίμηση
  17. λογοδοσία
  18. συμμετρία, αναλογία

Συγγενικά

Σύνθετα

  • -λογία Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -λογία στο Βικιλεξικό
  • -λογος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -λογος στο Βικιλεξικό
  • -λόγος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -λόγος στο Βικιλεξικό
  • λογο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα λογο- στο Βικιλεξικό

όπως

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.