λογάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λογάς οι λογάδες
      γενική του λογά των λογάδων
    αιτιατική τον λογά τους λογάδες
     κλητική λογά λογάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λογάς < λόγ(ια) + -άς.[1] Διαφορετικό το μεσαιωνικό λογάς και το αρχαίο λογάς.

Ουσιαστικό

λογάς αρσενικό (θηλυκό λογού)

  1. (λαϊκότροπο) αυτός που μιλά πολύ
     συνώνυμα: πολυλογάς, φαφλατάς, φλύαρος
  2. αυθάδης, θρασύς

Συγγενικά

  • λογάδικος
  •  δείτε τη λέξη λέγω

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

λογάς < αρχαία ελληνική λογάς (αρσενικό ή θηλυκό), ως αρσενικό

Ουσιαστικό

λογάς αρσενικό

  1. αξιωματούχος, πρόκριτος
  2. σοφός, λόγιος
  3. κληρικός
     δείτε τη λέξη ὀφικιάλιος

Κλιτικοί τύποι

  • λεγάδες (πληθυντικός)
  • 'κλογάδες (πληθυντικός)

Πηγές


Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / λογάς οἱ/αἱ λογάδες
      γενική τοῦ/τῆς λογάδος τῶν λογάδων
      δοτική τῷ/τῇ λογάδ τοῖς/ταῖς λογάσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν λογάδ τοὺς/τὰς λογάδᾰς
     κλητική ! λογάς λογάδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λογάδε
γεν-δοτ τοῖν  λογάδοιν
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «φυγάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λογάς < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

λογάς, -άδος αρσενικό ή θηλυκό (και ως επίθετο)

Εκφράσεις

  • λογάδες λίθοι (απελέκητοι, όπως συλλέχτηκαν)

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.