λογοδαίδαλος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / λογοδαίδαλος τὸ λογοδαίδαλον
      γενική τοῦ/τῆς λογοδαιδάλου τοῦ λογοδαιδάλου
      δοτική τῷ/τῇ λογοδαιδάλ τῷ λογοδαιδάλ
    αιτιατική τὸν/τὴν λογοδαίδαλον τὸ λογοδαίδαλον
     κλητική ! λογοδαίδαλε λογοδαίδαλον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ λογοδαίδαλοι τὰ λογοδαίδαλ
      γενική τῶν λογοδαιδάλων τῶν λογοδαιδάλων
      δοτική τοῖς/ταῖς λογοδαιδάλοις τοῖς λογοδαιδάλοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς λογοδαιδάλους τὰ λογοδαίδαλ
     κλητική ! λογοδαίδαλοι λογοδαίδαλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λογοδαιδάλω τὼ λογοδαιδάλω
      γεν-δοτ τοῖν λογοδαιδάλοιν τοῖν λογοδαιδάλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λογοδαίδαλος < λογο- + δαίδαλος

Επίθετο

λογοδαίδαλος, -ος, -ον

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.