λογοδαίδαλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | λογοδαίδαλος | τὸ | λογοδαίδαλον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | λογοδαιδάλου | τοῦ | λογοδαιδάλου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | λογοδαιδάλῳ | τῷ | λογοδαιδάλῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | λογοδαίδαλον | τὸ | λογοδαίδαλον | ||
| κλητική ὦ! | λογοδαίδαλε | λογοδαίδαλον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | λογοδαίδαλοι | τὰ | λογοδαίδαλᾰ | ||
| γενική | τῶν | λογοδαιδάλων | τῶν | λογοδαιδάλων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | λογοδαιδάλοις | τοῖς | λογοδαιδάλοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | λογοδαιδάλους | τὰ | λογοδαίδαλᾰ | ||
| κλητική ὦ! | λογοδαίδαλοι | λογοδαίδαλᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λογοδαιδάλω | τὼ | λογοδαιδάλω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | λογοδαιδάλοιν | τοῖν | λογοδαιδάλοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λογοδαίδαλος < λογο- + δαίδαλος
Πηγές
- λογοδαίδαλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.