speech

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
speech speeches

Ουσιαστικό

speech (en)

  1. ο λόγος, μια επίσημη ομιλία που κάνει ένα άτομο σε ένα ακροατήριο
    I am making a speech.
    Βγάζω λόγο./Κάνω ομιλία.
    She limited speeches to 5 minutes.
    Περιόρισε τις ομιλίες σε 5 λεπτά.
  2. ο λόγος
  3. (ιδιωματισμός) η βωμολοχία, υβριστικός λόγος, λόγος με βρισιές, η βρισιά

Πολυλεκτικοί όροι

Σύνθετα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.