λογιών
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /loˈʝon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λο‐γιών
Ετυμολογία 1
- λογιών: πληθυντικός του λογής, → δείτε και το μεσαιωνικό λογιῶν
Ουσιαστικό
λογιών θηλυκό, γενική πληθυντικού
- ειδών, κατηγοριών
- ↪ υπάρχουν δυο λογιών μηχανάκια, τα δίχρονα και τα τετράχρονα
- (με επανάληψη) λογιών λογιών: πολλών ειδών (για να δηλωθεί η ποικιλία)
- ↪ μέσα στο παλιατζίδικο έβρισκε κανείς λογιών λογιών αντίκες
Μεταφράσεις
λογιών
|
|
Ετυμολογία 2
- λογιών: κλιτικός τύπος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.