γάμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γάμος οι γάμοι
      γενική του γάμου των γάμων
    αιτιατική τον γάμο τους γάμους
     κλητική γάμε γάμοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γάμος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γάμος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɣa.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γάμος

Ουσιαστικό

γάμος αρσενικό

  1. η επίσημη τελετή ένωσης δύο ατόμων, η γαμήλια τελετή
     συνώνυμα: νύμφευση, πάντρεμα, παντρειά
     αντώνυμα: διαζύγιο
  2. (κατ’ επέκταση) η αναγνωρισμένη από το νόμο συμβίωση δύο ανθρώπων, που έχει γίνει μετά από σύμφωνη με τη νομοθεσία διαδικασία
  3. (χριστιανισμός) ένα από τα επτά μυστήρια της εκκλησίας
  4.  δείτε και τον πληθυντικό γάμοι

Συγγενικά

Σύνθετα

Πολυλεκτικοί όροι

  • αναγκαστικός γάμος
  • ανοικτός γάμος: τελετή γάμου με πολλούς προσκεκλημένους
  • θρησκευτικός γάμος: γάμος σύμφωνα με τους κανόνες της αντίστοιχης θρησκείας
  • κλειστός γάμος: τελετή γάμου με ελάχιστους ή και καθόλου προσκεκλημένους
  • λίστα γάμου
  • μεικτός γάμος: γάμος ζεύγους με διαφορετική θρησκεία
  • μοργανατικός γάμος: γάμος ενός μέλους ηγεμονικού οίκου (βασιλιάς, πρίγκιπας, δούκας κ.λπ.) με γυναίκα μη ηγεμονικής καταγωγής (ή το αντίστροφο), με αποτέλεσμα οι απόγονοί τους να μην κληρονομούν τους σχετικούς τίτλους
  • πολιτικός γάμος: γάμος που γίνεται σύμφωνα με τους κατά τόπους διοικητικούς κανονισμούς

Εκφράσεις

  • αδαμάντινοι γάμοι
  • αργυροί γάμοι
  • αφήνω το γάμο και πάω για πουρνάρια
  • βρίσκομαι/είμαι σε ηλικία γάμου
  • γάμος του καραγκιόζη
  • δίνω υπόσχεση γάμου
  • έκλασε η νύφη σχόλασε ο γάμος
  • εκτός γάμου
  • εντός γάμου
  • έρχομαι εις γάμου κοινωνία
  • ζητώ σε γάμο
  • και στο γάμο σου! → δείτε την έκφραση: και στα δικά σου!
  • λευκός γάμος: ο γάμος, η συμβίωση ζεύγους που έχει παντρευτεί νόμιμα αλλά χωρίς να έχει συζυγικές σχέσεις
  • λύνω το γάμο
  • νεκρός γάμος
  • ο γάμος είναι λαχείο
  • όλα του γάμου δύσκολα (κι η νύφη γκαστρωμένη):
    1. όταν υπάρχουν πολλά προβλήματα μαζεμένα
    2. όταν σε μια ήδη δύσκολη κατάσταση εμφανίζεται κάποιο ακόμα πρόβλημα
  • όπου γάμος και χαρά (κι) η Βασίλω πρώτη
  • ούτε γάμος άκλαυτος ούτε νεκρός αγέλαστος
  • πάρ' τονε στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου
  • πάω για γάμο
  • πρόταση γάμου
  • τα (ιερά) δεσμά του γάμου
  • του Κουτρούλη ο γάμος
  • χρυσοί γάμοι
  • χωρίς γαμπρό γάμος δε γίνεται

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

γάμος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

γάμος αρσενικό

  • η επίσημη τελετή ένωσης δύο ανθρώπων, η γαμήλια τελετή
      7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 697 (695-697)
    Ὡραῖος δὲ γυναῖκα τεὸν ποτὶ οἶκον ἄγεσθαι, | μήτε τριηκόντων ἐτέων μάλα πόλλ᾽ ἀπολείπων | μήτ᾽ ἐπιθεὶς μάλα πολλά· γάμος δέ τοι ὥριος οὗτος·
    Στην ώρα σου γυναίκα στο σπίτι σου να φέρεις, | μήτε πάρα πολύ μικρότερος απ᾽ τα τριάντα χρόνια, | μήτε και πάρα πολύ μεγαλύτερος. Αυτός είναι ο κατάλληλος καιρός για γάμο.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greeklanguage.gr

Παράγωγα

  • γαμέω
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Εκφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.