λογοθεραπευτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λογοθεραπευτής οι λογοθεραπευτές
      γενική του λογοθεραπευτή των λογοθεραπευτών
    αιτιατική τον λογοθεραπευτή τους λογοθεραπευτές
     κλητική λογοθεραπευτή λογοθεραπευτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λογοθεραπευτής < λογοθεραπεία + θεραπευτής ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική speech therapist[1])

Ουσιαστικό

λογοθεραπευτής αρσενικό ( θηλυκό: λογοθεραπεύτρια)

  • (ιατρική, επάγγελμα) ο ειδικός που ασχολείται με την θεραπεία των προβλημάτων ομιλίας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.