-λογο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | -λογο | τα | -λογα |
| γενική | του | -λογου | των | -λογων |
| αιτιατική | το | -λογο | τα | -λογα |
| κλητική | -λογο | -λογα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /lo.ɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -λο‐γο
Επίθημα
-λογο ουδέτερο
- β′ συνθετικό ουσιαστικών τα οποία αναφέρονται στον λόγο, κυρίως στον πληθυντικό
- αισχρόλογο, γλυκόλογα, χαζόλογα
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -λογο στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- "-λογο" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- -λογο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.