motif
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| motif | motifs |
motif (fr) αρσενικό
- το μοτίφ
- το μοτίβο
- το επιχείρημα
- το σκεπτικό
- ο λόγος
- η αιτιολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.