άλογος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άλογος η άλογη το άλογο
      γενική του άλογου της άλογης του άλογου
    αιτιατική τον άλογο την άλογη το άλογο
     κλητική άλογε άλογη άλογο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άλογοι οι άλογες τα άλογα
      γενική των άλογων των άλογων των άλογων
    αιτιατική τους άλογους τις άλογες τα άλογα
     κλητική άλογοι άλογες άλογα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άλογος < αρχαία ελληνική ἄλογος < α στερητικό και λόγος

Επίθετο

άλογος, -η, -ο

  1. που δεν έχει λογική
  2. που δε διαθέτει λόγο


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.