Βίβλος

Νέα ελληνικά (el)

η Βίβλος στην αγγλική γλώσσα

Ετυμολογία

Βίβλος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Βίβλος

Κύριο όνομα

Βίβλος θηλυκό

  1. (θρησκεία) η Αγία Γραφή, δηλαδή η Παλαιά και η Καινή (νέα) Διαθήκη
  2. τίτλος επίσημων συλλογών επίσημων εγγράφων
    χρειάζεται παράδειγμα

Συγγενικά

Κύριο όνομα

Βίβλος θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.