λογιέμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
λογιέμαι
- (λαϊκότροπο) παθητική φωνή του ρήματος λογιάζω → δείτε και την κλίση
- ※ Τ' ανδρειωμένου ο θάνατος, θάνατος δε λογιέται
- τι είναι η δικιά σου η μάνα / του Δία παιδί,
- κι η άλλη του Γέροντα της θάλασσας λογιέται
- Ομήρου Ιλιάδα, Υ 106-107, Μετάφραση: Νίκος Καζαντζάκης
- άλλες μορφές: λογιάζομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.