parole
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- parole < παλαιά γαλλική parole < λατινική parabola
Ουσιαστικό
parole (en)
- (νομικός όρος) η αποφυλάκιση υπό όρους ενός κρατουμένου πριν την ολοκλήρωση της ποινής του
- "έξω-βγαίνω με αναστολή"
Σύνθετα
- parole board
- parolee
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.