parole

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

parole < παλαιά γαλλική parole < λατινική parabola

Ουσιαστικό

parole (en)

  • (νομικός όρος) η αποφυλάκιση υπό όρους ενός κρατουμένου πριν την ολοκλήρωση της ποινής του
    • "έξω-βγαίνω με αναστολή"

Σύνθετα

  • parole board
  • parolee



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
parole paroles

parole (fr) θηλυκό

  1. ο λόγος
  2. (γλωσσολογία) η ομιλία, ο λόγος που εκφωνείται σε αντίθεση με τον ενδιάθετο λόγο (langue)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.