λογιάζω
| Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο. |
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λογιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λογιάζω < λόγος + -ιάζω[1]
Ρήμα
λογιάζω, αόρ.: λόγιασα, παθ.φωνή: λογιάζομαι/λογιέμαι, π.αόρ.: λογιάστηκα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | λογιάζω | λόγιαζα | θα λογιάζω | να λογιάζω | λογιάζοντας | |
| β' ενικ. | λογιάζεις | λόγιαζες | θα λογιάζεις | να λογιάζεις | λόγιαζε | |
| γ' ενικ. | λογιάζει | λόγιαζε | θα λογιάζει | να λογιάζει | ||
| α' πληθ. | λογιάζουμε | λογιάζαμε | θα λογιάζουμε | να λογιάζουμε | ||
| β' πληθ. | λογιάζετε | λογιάζατε | θα λογιάζετε | να λογιάζετε | λογιάζετε | |
| γ' πληθ. | λογιάζουν(ε) | λόγιαζαν λογιάζαν(ε) |
θα λογιάζουν(ε) | να λογιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | λόγιασα | θα λογιάσω | να λογιάσω | λογιάσει | ||
| β' ενικ. | λόγιασες | θα λογιάσεις | να λογιάσεις | λόγιασε | ||
| γ' ενικ. | λόγιασε | θα λογιάσει | να λογιάσει | |||
| α' πληθ. | λογιάσαμε | θα λογιάσουμε | να λογιάσουμε | |||
| β' πληθ. | λογιάσατε | θα λογιάσετε | να λογιάσετε | λογιάστε | ||
| γ' πληθ. | λόγιασαν λογιάσαν(ε) |
θα λογιάσουν(ε) | να λογιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω λογιάσει | είχα λογιάσει | θα έχω λογιάσει | να έχω λογιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις λογιάσει | είχες λογιάσει | θα έχεις λογιάσει | να έχεις λογιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει λογιάσει | είχε λογιάσει | θα έχει λογιάσει | να έχει λογιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε λογιάσει | είχαμε λογιάσει | θα έχουμε λογιάσει | να έχουμε λογιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε λογιάσει | είχατε λογιάσει | θα έχετε λογιάσει | να έχετε λογιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν λογιάσει | είχαν λογιάσει | θα έχουν λογιάσει | να έχουν λογιάσει |
| |
- Παθητική φωνή → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
- λογιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.