λογιάζω

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λογιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λογιάζω < λόγος + -ιάζω[1]

Ρήμα

λογιάζω, αόρ.: λόγιασα, παθ.φωνή: λογιάζομαι/λογιέμαι, π.αόρ.: λογιάστηκα

  1. (λαϊκότροπο) θεωρώ
  2. (λαϊκότροπο) υπολογίζω, λογαριάζω
  3. (λαϊκότροπο) σκέφτομαι
  4. (λαϊκότροπο) σχεδιάζω

Κλίση

  • Παθητική φωνή λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.