διάδοση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διάδοση | οι | διαδόσεις |
| γενική | της | διάδοσης* | των | διαδόσεων |
| αιτιατική | τη | διάδοση | τις | διαδόσεις |
| κλητική | διάδοση | διαδόσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, διαδόσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διάδοση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διάδο(σις) + -ση (αρχαία σημασία: διανομή) [1] < αρχαία ελληνική διαδίδωμι < διά + δίδωμι
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈðʝa.ðo.si/ & /ˈði̯a.ðo.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ά‐δο‐ση
Ουσιαστικό
διάδοση θηλυκό
- η ενέργεια με την οποία κάτι διαδίδεται
- ↪ η διάδοση ψευδών ειδήσεων είναι παράνομη πράξη
- (στον πληθυντικό) αστήρικτες φήμες
- ↪ αυτά είναι απλώς διαδόσεις, μη δίνεις σημασία
- η εξάπλωση
- ↪ η διάδοση του νέου ιού της γρίπης
Μεταφράσεις
διάδοση
|
Αναφορές
- διάδοση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.