διάδοση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διάδοση οι διαδόσεις
      γενική της διάδοσης* των διαδόσεων
    αιτιατική τη διάδοση τις διαδόσεις
     κλητική διάδοση διαδόσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαδόσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διάδοση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διάδο(σις) + -ση (αρχαία σημασία: διανομή) [1] < αρχαία ελληνική διαδίδωμι < διά + δίδωμι

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈðʝa.ðo.si/ & /ˈði̯a.ðo.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διάδοση

Ουσιαστικό

διάδοση θηλυκό

  1. η ενέργεια με την οποία κάτι διαδίδεται
    η διάδοση ψευδών ειδήσεων είναι παράνομη πράξη
  2. (στον πληθυντικό) αστήρικτες φήμες
    αυτά είναι απλώς διαδόσεις, μη δίνεις σημασία
  3. η εξάπλωση
    η διάδοση του νέου ιού της γρίπης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.