λογική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η λογική
      γενική της λογικής
    αιτιατική τη λογική
     κλητική λογική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λογική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου λογικός

Ουσιαστικό

λογική θηλυκό στον ενικό

  1. γνώση που βασίζεται και πηγάζει από αυστηρούς κανόνες αληθείας
  2. (μαθηματικά) κλάδος των καθαρών μαθηματικών

Εκφράσεις

  1. κοινή λογική: η αίσθηση του σωστού και του λάθους - και η ικανότητα κρίσης που αυτή έπεται - οι οποίες είναι κοινές σε όλους
  2. αυτό στερείται κάθε έννοια λογικής: είναι τελείως ανακόλουθο με τον εαυτό του

Σύνθετα

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

λογική

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.