ισχυρισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ισχυρισμός οι ισχυρισμοί
      γενική του ισχυρισμού των ισχυρισμών
    αιτιατική τον ισχυρισμό τους ισχυρισμούς
     κλητική ισχυρισμέ ισχυρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ισχυρισμός < ισχυρίζομαι

Ουσιαστικό

ισχυρισμός αρσενικό

  • πρόταση με την οποία ισχυρίζομαι κάτι
    • κατηγορία που εκτοξεύεται εναντίον κάποιου
      Διαψεύδει τους ισχυρισμούς των περιβαλλοντικών οργανώσεων για σκάνδαλο με μεταλλαγμένο βαμβάκι το υπουργείο Γεωργίας.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.