απολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απολογία οι απολογίες
      γενική της απολογίας των απολογιών
    αιτιατική την απολογία τις απολογίες
     κλητική απολογία απολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απολογία < αρχαία ελληνική ἀπολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /a.po.loˈʝi.a/

Ουσιαστικό

απολογία θηλυκό

  1. η απόκρουση κατηγορίας σε γραπτό ή προφορικό λόγο
  2. η προάσπιση του αληθούς, μιας πράξης ή ιδέας
  3. η υπεράσπιση
  4. (γενικότερα) απάντηση, απόκριση
  5. απολογητικό έργο φιλοσοφικής ή θρησκευτικής διδασκαλίας
    η απολογία του Σωκράτη, οι απολογίες των χριστιανών απολογητών του 2ου αιώνα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.