απολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απολογία | οι | απολογίες |
| γενική | της | απολογίας | των | απολογιών |
| αιτιατική | την | απολογία | τις | απολογίες |
| κλητική | απολογία | απολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απολογία < αρχαία ελληνική ἀπολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.po.loˈʝi.a/
Ουσιαστικό
απολογία θηλυκό
- η απόκρουση κατηγορίας σε γραπτό ή προφορικό λόγο
- η προάσπιση του αληθούς, μιας πράξης ή ιδέας
- η υπεράσπιση
- (γενικότερα) απάντηση, απόκριση
- απολογητικό έργο φιλοσοφικής ή θρησκευτικής διδασκαλίας
- η απολογία του Σωκράτη, οι απολογίες των χριστιανών απολογητών του 2ου αιώνα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.