συμμετρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συμμετρία | οι | συμμετρίες |
| γενική | της | συμμετρίας | των | συμμετριών |
| αιτιατική | τη | συμμετρία | τις | συμμετρίες |
| κλητική | συμμετρία | συμμετρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συμμετρία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμμετρία < σύμμετρ(ος) + -ία < σύν (συμ-) + μέτρον & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική symétrie [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.meˈtɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συμ‐με‐τρί‐α
Ουσιαστικό
συμμετρία θηλυκό
Συγγενικά
-
συμμετρία στη Βικιπαίδεια

- μορφόκλασμα
Αναφορές
- συμμετρία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
