αγόρευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγόρευση οι αγορεύσεις
      γενική της αγόρευσης* των αγορεύσεων
    αιτιατική την αγόρευση τις αγορεύσεις
     κλητική αγόρευση αγορεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αγορεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγόρευση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀγόρευσις < αρχαία ελληνική ἀγορεύω < ἀγορά

Ουσιαστικό

αγόρευση θηλυκό

  1. η δημόσια εκφώνηση ενός ρητορικού λόγου, μιας ομιλίας
  2. η τελική παρουσίαση και συνόψιση των νομικών επιχειρημάτων από τον εισαγγελέα και τους συνηγόρους μετά την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας και πριν αποσυρθεί το δικαστήριο για να εκδώσει την απόφασή του

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.