εκτίμηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκτίμηση οι εκτιμήσεις
      γενική της εκτίμησης* των εκτιμήσεων
    αιτιατική την εκτίμηση τις εκτιμήσεις
     κλητική εκτίμηση εκτιμήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκτιμήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκτίμηση < ελληνιστική κοινή ἐκτίμησις < αρχαία ελληνική ἐκτιμάω

Ουσιαστικό

εκτίμηση θηλυκό

  1. o υπολογισμός αξίας ή τιμής ενός αντικειμένου
  2. o σεβασμός, η απόδοση σεβασμού σε πρόσωπο
  3. η υποκειμενική αξιολόγηση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.