εγγυώμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εγγυώμαι < αρχαία ελληνική ἐγγυῶμαι

Ρήμα

εγγυώμαι (αποθετικό ρήμα)

  • προσφέρω εγγύηση για την καλή λειτουργία μιας συσκευής και υπόσχομαι ότι θα αποκαταστήσω οποιαδήποτε βλάβη παρουσιαστεί σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και οφείλεται σε ελάττωμα εκ κατασκευής
  • προσφέρομαι ως εγγυητής υπέρ τρίτου, δηλώνω ότι θα αναλάβω τις οικονομικές υποχρεώσεις του σε περίπτωση που αυτός αδυνατεί να το πράξει
  • διαβεβαιώνω κάποιον ότι θα ενεργήσω όπως έχω υποσχεθεί

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.