χρησμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χρησμός οι χρησμοί
      γενική του χρησμού των χρησμών
    αιτιατική τον χρησμό τους χρησμούς
     κλητική χρησμέ χρησμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρησμός < αρχαία ελληνική χρησμός < χράω

Προφορά

ΔΦΑ : /xɾiˈzmos/

Ουσιαστικό

χρησμός αρσενικό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.