σκέψη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σκέψη | οι | σκέψεις |
| γενική | της | σκέψης* | των | σκέψεων |
| αιτιατική | τη | σκέψη | τις | σκέψεις |
| κλητική | σκέψη | σκέψεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, σκέψεως | ||||
| Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκέψη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκέψις (εξέταση). Η σύγχρονη σημασία, μεσαιωνική.[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsce.psi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκέ‐ψη
Ουσιαστικό
σκέψη θηλυκό
- παραγωγική διαδικασία του νου και της νόησης που περιλαμβάνει την κρίση και τους συλλογισμούς
- ↪ Δεν μπορώ να καταλάβω με ποια σκέψη μου φέρεσαι έτσι.
- (συνεκδοχικά) ό,τι σκέφτεται κάποιος για ένα θέμα
- ↪ Δεν έκανα καμία σκέψη για τη γιορτή.
- ≈ συνώνυμα: διανόημα, στοχασμός, συλλογισμός
- ο τρόπος με τον οποίο σκέφτεται και πράττει κάποιος
- ↪ είναι άνθρωπος με ώριμη / επιπόλαιη / συγκροτημένη / επίπεδη σκέψη
- η θεωρία και οι απόψεις που έχει κάποιος συνολικά για ένα φαινόμενο, ο τρόπος ερμηνείας και ανάλυσής του
- ↪ Στην πλατωνική σκέψη ανώτερη θέση έχουν οι Ιδέες.
- ≈ συνώνυμα: κοσμοαντίληψη, κοσμοθεωρία
Εκφράσεις
- ακόμη και στη σκέψη ότι...
- βάζω σε σκέψεις
- διαβάζω τη σκέψη κάποιου
- δεξαμενή σκέψης
- είμαι στη σκέψη κάποιου (καταλαβαίνω τι σκέφτεται, σκέφτομαι με τον ίδιο τρόπο)
- θέλει σκέψη
- κατόπιν σκέψεως
- μεταβίβαση σκέψης : η ικανότητα που φέρεται ότι έχουν κάποιοι να μεταβιβάζουν τη σκέψη τους σε άλλους που βρίσκονται σε απόσταση
- μπαίνω σε σκέψεις (προβληματίζομαι)
- ούτε σκέψη
Σύνθετα
Μεταφράσεις
σκέψη
|
Αναφορές
- σκέψη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- σκέψη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σκέψη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.