σκέψη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκέψη οι σκέψεις
      γενική της σκέψης* των σκέψεων
    αιτιατική τη σκέψη τις σκέψεις
     κλητική σκέψη σκέψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σκέψεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκέψη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκέψις (εξέταση). Η σύγχρονη σημασία, μεσαιωνική.[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsce.psi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκέψη

Ουσιαστικό

σκέψη θηλυκό

  1. παραγωγική διαδικασία του νου και της νόησης που περιλαμβάνει την κρίση και τους συλλογισμούς
    Δεν μπορώ να καταλάβω με ποια σκέψη μου φέρεσαι έτσι.
  2. (συνεκδοχικά) ό,τι σκέφτεται κάποιος για ένα θέμα
    Δεν έκανα καμία σκέψη για τη γιορτή.
     συνώνυμα: διανόημα, στοχασμός, συλλογισμός
  3. ο τρόπος με τον οποίο σκέφτεται και πράττει κάποιος
    είναι άνθρωπος με ώριμη / επιπόλαιη / συγκροτημένη / επίπεδη σκέψη
  4. η θεωρία και οι απόψεις που έχει κάποιος συνολικά για ένα φαινόμενο, ο τρόπος ερμηνείας και ανάλυσής του
    Στην πλατωνική σκέψη ανώτερη θέση έχουν οι Ιδέες.
     συνώνυμα: κοσμοαντίληψη, κοσμοθεωρία

Εκφράσεις

Σύνθετα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη σκέφτομαι

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.