λογικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λογικός | η | λογική | το | λογικό |
| γενική | του | λογικού | της | λογικής | του | λογικού |
| αιτιατική | τον | λογικό | τη | λογική | το | λογικό |
| κλητική | λογικέ | λογική | λογικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λογικοί | οι | λογικές | τα | λογικά |
| γενική | των | λογικών | των | λογικών | των | λογικών |
| αιτιατική | τους | λογικούς | τις | λογικές | τα | λογικά |
| κλητική | λογικοί | λογικές | λογικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λογικός < αρχαία ελληνική λογικός < λόγος
Επίθετο
λογικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στο λόγο, τη λογική, την ικανότητα του νου να σκέφτεται και να καταλήγει σε συμπεράσματα
- η λογική ικανότητα του ανθρώπου
- που διαθέτει λογική
- ο άνθρωπος είναι λογικό ον
- που συμφωνεί με τη λογική, τον ορθό λόγο
- μια λογική σκέψη, ένα λογικό συμπέρασμα
- που ενεργεί με σύνεση
- ο Γιάννης είναι λογικός άνθρωπος, δε θα έκανε τέτοια τρέλα
- μέτριος, όχι υπερβολικός
- θέλω να νοικιάσω ένα διαμέρισμα σε λογική τιμή
- (πληροφορική) logical, logic: κάτι που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, αλλά παρουσιάζεται και διαμορφώνεται έτσι ώστε να εξυπηρετεί κάποιο σκοπό. Ανάλογα με το κείμενο θα μπορούσε να είναι: το εικονικό, το ιδεατό, το τεχνητό
Αντώνυμα
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.