αποκάλυψη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποκάλυψη | οι | αποκαλύψεις |
| γενική | της | αποκάλυψης* | των | αποκαλύψεων |
| αιτιατική | την | αποκάλυψη | τις | αποκαλύψεις |
| κλητική | αποκάλυψη | αποκαλύψεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποκαλύψεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποκάλυψη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποκάλυψις < αρχαία ελληνική ἀποκαλύπτω + -σις > -ψις > -ψη [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.poˈka.li.psi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐κά‐λυ‐ψη
Ουσιαστικό
αποκάλυψη θηλυκό
- αφαίρεση του καλύμματος, ξεσκέπασμα
- ανακάλυψη και ανακοίνωση άγνωστων στοιχείων
- εκμυστήρευση ή ομολογία
- η φανέρωση θείων, ιερών μυστικών στους ανθρώπους
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- αποκάλυψη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.