αποκάλυψη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποκάλυψη οι αποκαλύψεις
      γενική της αποκάλυψης* των αποκαλύψεων
    αιτιατική την αποκάλυψη τις αποκαλύψεις
     κλητική αποκάλυψη αποκαλύψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκαλύψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποκάλυψη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποκάλυψις < αρχαία ελληνική ἀποκαλύπτω + -σις > -ψις > -ψη [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.poˈka.li.psi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αποκάλυψη

Ουσιαστικό

αποκάλυψη θηλυκό

  1. αφαίρεση του καλύμματος, ξεσκέπασμα
  2. ανακάλυψη και ανακοίνωση άγνωστων στοιχείων
  3. εκμυστήρευση ή ομολογία
  4. η φανέρωση θείων, ιερών μυστικών στους ανθρώπους

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.