λογισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λογισμός οι λογισμοί
      γενική του λογισμού των λογισμών
    αιτιατική τον λογισμό τους λογισμούς
     κλητική λογισμέ λογισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λογισμός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λογισμός. Για τα μαθηματικά, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική culcul[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /lo.ʝiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λογισμός

Ουσιαστικό

λογισμός αρσενικό

  1. (λογοτεχνικό) σκέψη, στοχασμός
      Με λογισμό και μ’ όνειρο, τί χάρ’ έχουν τα μάτια,
    Διονύσιος Σολωμός (1798-1857), Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Σχεδίασμα Γ΄, γραμμένο στα ιταλικά, μετάφραση του Ιάκωβου Πολυλά
      Πῶς μᾶς θωρεῖς ἀκίνητος;... Ποῦ τρέχει ὁ λογισμός σου,
    τὰ φτερωτά σου ὄνειρα;...
    Αριστοτέλης Βαλαωρίτης 18241879, ποίημα Ὁ ἀνδριὰς του ἀοιδίμου Γρηγορίου τοῦ Εʹ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, στίχος 1ος.
      Ο Φραγκίσκος έσκυψε το κεφάλι, βυθίστηκε σε λογισμούς.
    Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα]
  2. (μαθηματικά) η μαθηματική μελέτη της αλλαγής
    απειροστικός λογισμός

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.