πρόλογος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρόλογος οι πρόλογοι
      γενική του προλόγου
& πρόλογου
των προλόγων
    αιτιατική τον πρόλογο τους προλόγους
     κλητική πρόλογε πρόλογοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρόλογος < αρχαία ελληνική πρόλογος < προλέγω. Συγχρονικά αναλύεγαι σο πρό- + -λογος (λέγω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpɾo.lo.ɣos/
παρώνυμο: πρόλοβος

Ουσιαστικό

πρόλογος αρσενικό

  1. το πρώτο εισαγωγικό τμήμα ενός κειμένου
     συνώνυμα: προλεγόμενα
     αντώνυμα: επίλογος
  2. (θέατρο) ο εισαγωγικός μονόλογος αρχαίας τραγωδίας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.