πρόλογος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πρόλογος | οι | πρόλογοι |
| γενική | του | προλόγου & πρόλογου |
των | προλόγων |
| αιτιατική | τον | πρόλογο | τους | προλόγους |
| κλητική | πρόλογε | πρόλογοι | ||
| Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
πρόλογος αρσενικό
- το πρώτο εισαγωγικό τμήμα ενός κειμένου
- ≈ συνώνυμα: προλεγόμενα
- ≠ αντώνυμα: επίλογος
- (θέατρο) ο εισαγωγικός μονόλογος αρχαίας τραγωδίας
Συγγενικά
- απρολόγητα / απρολόγιαστα
- απρολόγητος / απρολόγιστος
- προλογίζω / προλογώ
- προλογικά
- προλογικός
- προλογικώς
- προλόγισμα
- προλογισμένος / προλογημένος
- προλογισμός
- → δείτε τις λέξεις προλέγω, προ και λέγω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.