είδηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | είδηση | οι | ειδήσεις |
| γενική | της | είδησης* | των | ειδήσεων |
| αιτιατική | την | είδηση | τις | ειδήσεις |
| κλητική | είδηση | ειδήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ειδήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- είδηση < αρχαία ελληνική εἴδη(σις) (γνώση) < θέμα εἰδ- που απαντά στο οἶδα [1] (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική information) [2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈi.ði.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εί‐δη‐ση
Ουσιαστικό
είδηση θηλυκό
- η πληροφορία τεκμηριωμένη για κάποιο γεγονός
- (συνεκδοχικά) το ίδιο το γεγονός για το οποίο υπάρχει πληροφορία
- → δείτε και τον πληθυντικό ειδήσεις το σύνολο των γεγονότων όπως ανακοινώνονται από το ραδιόφωνο, την τηλεόραση και τις εφημερίδες
Πολυλεκτικοί όροι
- δελτίο ειδήσεων
- πρακτορείο ειδήσεων
Εκφράσεις
- βγάζω είδηση
- παίρνω είδηση
Συγγενικά
- ειδησεογραφία, ειδησιογραφία
- ειδησεγραφικά (επίρρημα)
- ειδησεογραφικός
- ειδησεογράφος
- ειδησεογραφώ
- ειδησεολογία, ειδησιολογία
- ειδησεολογικά (επίρρημα)
- ειδησεολογικός
- ειδησούλα
- φωτοειδησεογράφος
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- είδηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.