υπόσχομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υπόσχομαι < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

υπόσχομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. διαβεβαιώνω, δίνω τον λόγο μου ότι θα πραγματοποιήσω κάτι
    Υπόσχομαι ότι θα πάω στη θεία μου σήμερα.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.