υπόσχομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υπόσχομαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
υπόσχομαι (αποθετικό ρήμα)
- διαβεβαιώνω, δίνω τον λόγο μου ότι θα πραγματοποιήσω κάτι
- Υπόσχομαι ότι θα πάω στη θεία μου σήμερα.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.