αθετώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αθετώ < (ελληνιστική κοινή) ἀθετέω, -ῶ < ἄθετος

Ρήμα

αθετώ

  1. δεν τηρώ (υπόσχεση, συμφωνία, όρο), παραβαίνω
  2. αρνούμαι (δικαίωμα, την αξία ενός πράγματος)
  3. (φιλολογία) θεωρώ νόθο ένα τμήμα αρχαίου χειρόγραφου κειμένου

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.