εξύβριση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εξύβριση | οι | εξυβρίσεις |
| γενική | της | εξύβρισης* | των | εξυβρίσεων |
| αιτιατική | την | εξύβριση | τις | εξυβρίσεις |
| κλητική | εξύβριση | εξυβρίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εξυβρίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξύβριση < εξυβρίζω + -ση < αρχαία ελληνική ἐξυβρίζω
Μεταφράσεις
εξύβριση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.