απολογισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο απολογισμός οι απολογισμοί
      γενική του απολογισμού των απολογισμών
    αιτιατική τον απολογισμό τους απολογισμούς
     κλητική απολογισμέ απολογισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απολογισμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

απολογισμός αρσενικό

  1. η μεθοδική καταγραφή των λογαριασμών διαχειρίσεως
  2. η έκθεση και δικαιολόγηση πράξεων για τις οποίες είναι κανείς υπεύθυνος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.