απολογισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | απολογισμός | οι | απολογισμοί |
| γενική | του | απολογισμού | των | απολογισμών |
| αιτιατική | τον | απολογισμό | τους | απολογισμούς |
| κλητική | απολογισμέ | απολογισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απολογισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
απολογισμός αρσενικό
- η μεθοδική καταγραφή των λογαριασμών διαχειρίσεως
- η έκθεση και δικαιολόγηση πράξεων για τις οποίες είναι κανείς υπεύθυνος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.